- ερινάς
- ἐρινάς, ἡ (Α) [ερινεός]1. αγριοσυκιά, ερινεός2. αρσενική συκιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρινάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινά — ἐρινάς fem voc sg ἐρινόν wild fig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινάδας — ἐρινάς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινάδες — ἐρινάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινάδος — ἐρινάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχράς — (achras). Γένος φυτών της οικογένειας των σαποτωδών. Από το γένος αυτό είναι γνωστά γύρω στα 60 είδη. Τα κυριότερα είναι τα εξής: η α. το γλυκύσυκο, που είναι δέντρο με ψηλό κορμό και ευδοκιμεί στη δυτική Αφρική. Οι καρποί του έχουν γλυκιά γεύση… … Dictionary of Greek
ερινάζω — και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) [ερινάς] 1. κρεμώ τον καρπό τής άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό τής άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια … Dictionary of Greek
ἐρίν' — ἐρινά , ἐρινάς fem voc sg ἐρινά , ἐρινόν wild fig neut nom/voc/acc pl ἐρινέ , ἐρινός wild fig tree masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)